αρχιπλανος

αρχιπλανος
    ἀρχίπλανος
    ἀρχί-πλᾰνος
    ὅ предводитель кочевников Luc.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "αρχιπλανος" в других словарях:

  • αρχίπλανος — ἀρχίπλανος, ο (Α) ο αρχηγός νομαδικής φυλής. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχι * + πλανος < πλανώμαι] …   Dictionary of Greek

  • ἀρχιπλάνοις — ἀρχίπλανος nomad chieftain masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρχι- — (AM ἀρχι ). [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων (κυρίως διοικητικών όρων) της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, καθώς επίσης και ξένων, ελληνογενούς ή μη προελεύσεως, τύπων. Το αρχι , το οποίο λίγο μετά την Ομηρική εποχή άρχισε να αντικαθιστά το… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»